05 Αυγούστου 2009

Η διαχρονικότητα των 'τυμβωρύχων'

Το κείμενο που ακολουθεί είναι δημοσίευμα του Β. Haussoullier, καθηγητή αρχαιολογίας, στο περιοδικό: Αρχιτεκτονική Επιθεώρηση Παρισίων το 1884. Παρουσιάζει ιστορική, αρχαιολογική και πολιτισμική αξία για τον τόπο, που δεν χωρεί αμφισβήτησης.

Καταγράφηκε όμως, γιατί δείχνει πως η άλωση της Ταναγραικής γης είναι διαχρονική.

Διαβάζοντας το κείμενο, αντικαταστήστε:

  • Στο πρόσωπο του αρχαιολόγου τους φορείς που αυτοοραγανώνονται, ώστε να μην αφανισθεί ο τοπικός πληθυσμός από τα καρκινογόνα βιομηχανικά απόβλητα.
  • Στα πρόσωπα των κατοίκων της τότε εποχής, τους εργάτες των βιομηχανιών της σημερινής εποχής και τους φόβους της ανεργίας και της ανέχειας.
  • Στο πρόσωπο του Κου Έρνερη(εξ άστεως ορμόμενου), τους σημερινούς βιομηχάνους(‘τυμβωρύχους’) που δεν ζουν στη γη που εκμεταλλεύονται.

Η πόλις της Τανάγρας εν τη αρχαιότητι ήτο καλή και εύπορος. Εάν πιστεύση τις τον Δικαίαρχον, περιηγητήν του τέλους του 4ου προ Χριστού αιώνος, οι Ταναγραίοι ήσαν οι φιλοξενώτεροι των ανθρώπων, ή τουλάχιστον των Βοωτών. Εκτός τούτου και αγαθοί καλλιεργηταί, των οποίων αι άμπελοι ήσαν περιώνυμοι. Οι σύγχρονοι Ταναγραίοι, ήτο οι κάτοικοι του χωρίου Σκιματάρι, κειμένου εις πέντε χιλιομέτρων απόστασιν από των ερειπίων της αρχαίας πόλεως, εισίν ως επί το πλείστον άποροι, αν μη εντελώς πένητες, ο δε οίνος των μέτριος. Εν τούτοις εισίν ως οι πρόγονοί των επίσης φιλόξενοι, ιδίως αν τοις εμπνεύση τις την εμπιστοσύνην και αποκτήση την οικειότητά των, ήν δθσκόλως κατ’αρχάς επιτυγχάνει παρά τοις χωρικοίς της Ελλάδος. Επί πολύν χρόνον κατώκησα το πενιχρόν αυτό χωρίον, επανήλθον δε και πολλάκις, και ίσως ημέραν τινά εύρω την ευκαιρίαν να περιγράψω τα ιδιαίτερα ήθη και έθιμα των κατοίκων αυτού, τας προλήψεις των, και τα ιαματικά των μέσα.
Δεν υπάρχει Σκιματαριώτης μη ως αρχαιολόγος, δεν υπάρχει εις ο μη ανορύξας ένα ή πλειοτέρους τάφους, και μη ευρών τινάς των Ταναγραίων κορών, τας οποίας τόσον θαυμάζομεν σήμερον. Ακριβώς όλαι αι νεκροπόλεις της αρχαίας Τανάγρας κείνται επί της περιφερείας των΄ τους δε ταφους αυτών θεωρούσι κτήμα των, περιουσίαν των, συχνάκις δε αμύνονται υπέρ αυτών και ενόπλως κατά των κατοίκων του γειτονικού χωριού Βράτσι, τους οποίους εξαιρετικώς εχθραίνουσιν. Η Κυβέρνησις αναμφισβητήτως απαγορεύει τας εν κρυπτώ ανασκαφάς, διατηρούσα προς τούτο και φρουράν εκ τριών ή πέντε ανδρών διαμένουσαν είτε εις Σκιματάρι, είτε εις Λιατάνι, είτε και εις Βράτσι, τα τρία ταύτα χωρία τα έχοντα την κυριότητα του εδάφους των Ταναγραίων νεκροπόλεων΄επί πλέον ο φύλαξ του εν Σκιματάρι Μουσείου είνε διατεταγμένος όπως νυχθημερόν επαγρυπνή. Αλλ’ είνε αι προφυλάξεις αύται αρκούσαι; Η φρουρά περιπολεί, μάλιστα ποιεί και χρήσιν των όπλων, αφο΄τινά έτη προ της αφίξεώς μου οι στρατιώται επυροβόλησαν χωρικόν τινα καταγινόμενον εις ανασκαφάς και τον εφόνευσαν΄ αλλ’ η φρουρά δεν είναι πάντοτε παρούσα΄ ο δε αρχαιφύλαξ χωρικός Σκιματαριώτης, όσον ζήλον και αν επιδεικνύη, έχει τας ασχολίας του, κα επί τέλους αναγκάζεται από καιρού εις καιρόν να μεταβαίνει μέχρι Χαλκίδος και Θηβών. Καθ΄ον χρόνον διετρίβον εγώ αυτόθι, ο φύλαξ ήτο απών αναχωρήσας δια τον επί των ορίων μετά των Τούρκων πόλεμον, αντικαθίστα δάτόν ο αδελφός του, όστις νέηλυς εις το επάγγελμα, πολλακις ετιμωρήθη δια τον υπέρμετρον ζήλον του. Νύκτα τινά του εκλάπη το υννίον του, άλλοτε δε πάλιν η δίκελλάτου. – Αι εν κρυπτώ λοιπόν ανασκαφαί πάντοτε συμβαίνουσιν αυτόθι, ιδού δε πως εκτελούνται΄ (είνε μαρτυρία – και δεν δσκολεύομαι να το ομολογήσω – συνενόχου). Κατ’αρχάς δέον να ορισθή επακριβώς η τοποθεσία του τάφου. Και εις τινά μεν μέρη αύτη επιτγχάνεται δι’απλής ανασκαφής δια πτύου΄- αλλά συνήθως οι χωρικοί μεταχειρίζονται προς ανεύρεσιν των τάφων μακράν σιδηράν αιχμηράν ράβδον, μήκους ενός και ημίσεος μέτρου, ην εμπήγουσιν εις το έδαφος. Άμα η ράβδος απαντήσει αντίστασιν, εξάγουσιν αυτήν, και αν εις την αιχμήν είνε προσκεκολλημένα τεμάχια του καλύπτοντος τους τάφους πορώδους λίθου, δεν υπάρχει αμφιβολία – τάφος είνε. Αλλά και εκ του ήχου του κτυπήματος των πορωδών πλακών του τάφου ενδείκνυται ούτος, μεθ΄ο δεν υπολείπεται πλέον ή να εξευρεθεί η κατάλληλος στιγμή προς ανασκαφήν, ή μάλλον ειπείν προς σύλησιν του τάφου.
Ότι αι ανασκαφαί αύται φέροσιν σις φως νέα αντικείμενα είνε εκτός πάσης αμφιβολίας. Δυστυχώς όμως εισίν επ’ ελάχιστον διαδακτικαί, καθό ενεργούμεναι ως επί το πλείστον, είτε κατά την ανατολήν, είτε κατά την δύσιν του ηλίου, είτε κατά τη νύκτα ακόμη, και όσον το δυνατόν ταχέως. Είχον όμως την ευτυχίαν να παρασταθώ και εις ανασκαφάς τακτικάς, γινομένας εν πλήρει μεσημβρία, και εν πάση ησυχία και ασφάλεια.
Κατά τον Δεκέμβριον του 1879 ο εν Αθήναις εμπορευόμενος τας αρχαιότητας Αναστάσιος Έρνερης(;) έλαβε την άδειαν παρά της ελληνικής Κυβερνήσεως να ανασκάψη αγρόν εν Τανάγρα, τον οποίον επί τούτω ηγόρασε, με την συμφωνίαν όπως μέρος των ευρημάτων αποδώση εις την Αρχαιολογικήν Εταιρίαν των Αθηνών. Όθεν μετά μεγάλης χαράς έλαβον εκ νέου την εις Σκιματάρι άγουσαν, η δε πρώτη επίσκεψίς μου ήτο διά τον παρέχοντά μοι τοιαύτην λαμπράν ευκαιρίαν διδασκαλίας, δια τον Έρνερην. Εύρον δ’αυτόν κατοικούντα παρά τινι χωρικώ φίλω του. Ο χωρικός ούτος ήτο ο άνθρωπός του, όπως λέγουσιν οι Έλληνες. Ο Έρνερης ήτο ανάδοχος ενός των τέκνων του, ήτο ο κουμπάρος της οικογένειας,και τούτο είνε τίτλος εν Ελλάδι, τίτλος δίδων δικαίωμα εις σέβας και υπόληψιν εκ μέρους της οικογενείας. Είνε ο πραγματικός προστάτης του τέκνου, δεν είνε ο κοινός ανάδοχος, τον οποίον γνωρίζομεν, αλλά πρόσωπον επί του οποίου πολύ λογίζουσι και βασίζονται. Αι ιδέαι αύται εισίν παραδόξως ισχυραί εις τα ελληνικά χωρία. Εντεύθεν έκαστος εννοεί πόσον θαμασίαν ιδέαν είχε συλλάβει ο έμπορος των αρχαιοτήτων να βαπτίση εν τέκνον, και να δημιουργήση διά του μέσου αυτού αντιπρόσωπον εν Τανάγρα, επιτετραμμένον εν τη χώρα, τη μάλλον ονομαστή διά τα ειδώλιά της, τας κόρας της, όστις θα τον επληροφόρει και δια τας ευτυχείς ανακαλύψεις, και διά τας παροσιαζομένας καλάς ευκαιρίας, και όστις θα τω εχρησίμευεν εν ανάγκη ως μεσάζων παρά τοις χωρικοίς, οίτινες στεναχωρούνται να φυλάττωσιν επί πολύν χρόνον τα ευρήματα των, χωρίς να τα ανταλλάξωσιν αντί καλών νομισμάτων. Τον επιτετραμμένον τούτον αναμφιβόλως εφιλοξένει εν Αθήναις, εις δε το τέκνον του έδιδε μικρά τινα δώρ. Την 16 Δεκεμβρίου 1879, ημέραν καθ’ήν ήρχισαν αι ανασκαφαί, ενθυμούμαι ότι το δώρον ήτο ζεύγος υποδημάτων. – Πόσον λυπούμαι σήμερον, μη δυνηθείς να διαμείνω εφ’ όσον χρόνον διήρκεσαν αι εν Τανάγρα ανασκαφαί! Αναπολώ έτι ζωηρώς και εν όλαις ταις λεπτομερείαις τας ολίγας ημέρας, ας διήλθον μετά του κυρίου Έρνερη. Εκάστην πρωίαν ανεχωρούμεν έφιπποιίνα μεταβώμεν εις την χώραν των τάφων΄ήτο χειμών, και εις την μεγάλην εκείνην πεδιάδα το ψύχος ήτο επαισθητόν. Ποτέ δεν θα λησμονήσω πρωίαν τινά, καθ’ ην ανατέλλοντος του ηλίου εν διαυγεστάτη ατμοσφαίρα, είδομεν εν απόπτω αριστερόθεν τον κώνον της Δίρφιδος της Ευβοίας, δεξιόθεν δε και απώτερον τας κορυφάς του Παρνασσού χιονοσκεπάστους.
Κατά την αυτόθι διατριβήν μου παρέστην εις ανακάλυψιν πληθύος ειδωλίων εξ οπτής γης. Ας είπω δ΄εν πρώτοις, ότι αποτελεί την νεκρικην διακόσμησιν, δεν ευρίσκονται εις το εσωτερικόν των τάφων΄συχνάκις τα αντικείμενα ταύτα εισί τοποθετημένα παρά τα χείλη των τάφων. Ούτοι δ΄εισίν εκ πλακών του εν Τανάγρα εν αφθονία υπάρχοντος πορώδους λίθου. Ευρίσκονται δε άμα ανεγερθώσιν αι πλάκες αι σκεπάζουσαι τον ταφον, επομένως δεν κείνται πλησίον του νεκρού΄ είνε μεν εν τω τάφω, όχι όμως και παρά την χείρα του θανόντος. Τούτο έχει την σημασίαν του. Εις το εσωτερικόν του τάφου τα εξ οπτής γης αντικείμενα ευρίσκονται ενίοτε παρά την κεφαλήν, ενίοτε εις τα πλάγια του νεκρού. Το μόνον αντικείμενον, όπερ φαίνεται ότι διαρκώς ετίθετο εις το αυτό μέρος, είνε κοινόν αγγείον εξ οπτής γης, όπερ ουδέποτε είνε ζωγραφισμένον, έχει δε το σχήμα οινοχόης. Τούτο ευρίσκεται παρά τους πόδας του νεκρού εν τη γωνία του τάφου. Ενείχε δε την προμήθειαν του ύδατος του νεκρού. Τοιαύτα αγγεία εν μεγάλω αριθμω ευρίσκονται εν τοις μικροίς Μουσείοις του Σκιματάρι και εν τοις οίκοις των χωρικών, οίτινες μετά μεγάλης προφυλάξεως τα μεταφέρουσιν εις τους οίκους των, οσάκις ευρεθώσι σώα. Το ύδωρ εν αυτοίς, λέγουσι, διατηρείται δροσερώτατον. Τα ειδώλια σπανίως ευρίσκονται ακέραια΄διότι, εκτός του ότι ροπτόμενα εν τω τάφω υπό των συνοδευόντων τον νεκρόν εις την τελευταίαν κατοικίαν του εθραύοντο, ενίοτε ο νεκρός εσκεπάζετο και διά χώματος. Προς τούτοις και αι πορώδεις πλάκες, αι χρησιμεύουσαι ως σκέπασμα του τάφου, μη ούσαι ακριβώς συνηρμολογημέναι, άφινον χώμα περισσότερον ή ολιγώτερον υγρόν να διέρχηται εν τω τάφω, όπερ κατέστρεφε τα αγαλματίδια. Εν τούτοις υπάρχουσινεις τας εκτεταμένας ταύτας νεκροπόλεις τμήματα ξηρότερα τα μεν των δε, οι δε χωρικοί θαυμασίως γινώσκουσιν εις ποία μέρη δύνανται να επιτύχωσι την εύρεσιν ειδωλίων ακεραίων. Ο Έρνερης με είχεν ειδοποιήσει, ότι θα ανέσκαπτεν εις μέρος υγρόν΄και αληθώς ολίγα αγαλματίδια εξήχθησαν ακέραια. Εις των εργατών του ήτο επιφορτισμένος να αφαιρή το πρώτον στρώμα του χώματος, το σκεπάζον τα αντικείμενα, άμα δ΄επεραίνετο η εργασία αύτη, μόνος κατήρχετο εν τω ταφω, και ήρχιζε την εργασίν κρατών ανά χείρας μαχαιρίδιον. Εάν τα αντικείμενα ήσαν λίαν εύθραυστα ή σμικρά, μετεχειρίζετο τεμάχιον ξύλου αιχμηρόν, εκ φωσφόρου εν ανάγκη, και δι΄αυτού απέξεεν ολίγον κατ΄ολίγον το επί του πολυτίμου συντίμματος χώμα και κατώρθωνε να τα καθαρίση και επαναφέρη εις την προτέραν των κατάστασιν. Ούτως έπραξε δι΄επτά αγαλματίδια Ερώτων, άτινα ανεκάλυψεν εντός του αυτού τάφου, και των οποίων ιδέαν ακριβή παρέχουσιν οι εν Λούβρω υπάρχοντες Έρωτες. Οι μικροί αυτοί Έρωτες ήσαν εις τεμάχια. Πτέρυγες ελαφρώς χρωματισμέναι, βραχίονες κεκοσμημένοι δια χρυσών βραχιολίων, το παν συνήχθη μετά πολλής προσοχής, και περιετυλίχθη εντός σιγαροχάρτου. <<Όλα αυτά συγκολώνται>>, μοι έλεγεν ο Έρνερης, συνοδεύων συνοδεύων του λόγους διά μειδιάσματος εκφραστικού. Εγώ δε προσθέτω, διά να μεταχειρισθώ την μη γλαφυράν έκφρασιν του εμπόρου των αρχαιοτήτων, ότι όλα αυτά χρωματίζονται εκ νέου. Ιδού λοιπόν τα εξ οπτής γης αγαλματίδια, τα οποία μετά την επάνοδόν των εις το φως της ημέρας, διαφιλονεικούσι τα μουσεία της Ευρώπης και οι ερασταί των συλλογών. Εξέρχονται των τάφων, ένθα ως επί το πλείστον είχον ριφθή, διότι δεν είχον πλασθή διά το φως της ημέρας, ήσαν προωρισμένα διά τους νεκρούς. Εις ποίας πεποιθήσεις άρα γε υπήκουον οι καταθέτοντες ή ρίπτοντες ταύτα μετά των αγγείων, των λυχνιών, και των νομισμάτων εν τω τάφω; Χωρίς να έχω την αξίωσιν να λύσω το σπουδαίον αυτό ζήτημα, όπερ διαιρεί τους μάλλον περιωνύμους των αρχαιολόγων, θα παρενείρω τινάς παρατηρήσεις, αίτινες θα ώσι το τέρμα της μακράς μου ταύτης αφηγήσεως. Και εν πρώτοις νομίζω, ότι πριν ερωτήσωμεν τους καταθέτοντας αυτά εν τοις τάφοις, και ιδίως πριν τους εξαναγκάσωμεν να ομιλήσωσι, πρέπει να ερευνήσωμεν τους κατεργαζομένους ατά, τους δημιουργούς αυτών, τους δίνοντας την ζωήν, το μειδίαμα, την χάριν, τους τεχνίτας εκείνους, τους οποίους τότε απεκάλους κοροπλάστας, ήτοι εκτυπωτάς πλαγγόνων.
Ήσαν αληθώς αριστοτέχναι τινές εκ των Ταναγραίων, των οποίων όμως δεν διεσώθησαν τα ονόματα, τα δε εύθραυστα εξ οπτής γης αγαλματίδια των, άτινα επώλουν αναμφιβόλως εις τα πενιχρά εργαστήρια των της αγοράς, ως οι κοροπλάσται των Αθηνών, σήμερον συγκαταλέγονται μεταξύ των λεπτοτάτων έργων της Ελληνικής τέχνης. Οι τεχνίται ούτοι εξοειργάζοντο παντοία αντικείμενα. Αρκεί, ίνα πεισθή τις περί τούτου, να φυλλομετρήση το εράνισμα του Κυρίου Εζαί. Θεοί και θέαιναι, άνδρες και γυναίκες, γυναίκες εν αστυκή περιβολή, άλλαι εν στολή περιπάτου, κοράσια παίζοντα τους αστραγάλους, ηθοποιοί, σκηναί κωμικαί, άπαντες οι τύποι αντιπροσωπεύονται εν τη στοά του κοροπλάστου. Υπάρχοσι κοράσια παίζοντα την σφαίραν, εξ ων, η ηττηθείσα φέρει την σύντροφον της επί των ώμων. Είνε το παιχνίδιον εφεδρισμός ή ιππάς, με την διαφοράν ότι οι παίδες ίππευον κυριολεκτικώς, ενώ η νεαρά κορασίς ιππεύει πλαγίως, κρατουμένη εκ του γόνατος, διότι η αιδημος΄νη τη εμπόδιζεν άλλην θέσιν. Ιδού αρτοποιός καθήμενος προ του κλιβάνου του, και ενασχολούμενο ςεις το ψήσιμον των ζυμαρικών του΄αλλαχούκουρεύς προσκλίνων επί της κεφαλής του πελάτου του. Εντεύθεν φαινεται ότι ο κοροπλάστης ήτο καθ΄ολοκληρίαν ελεύθερος εν τη ασκήσει του έργου του, δυνάμενος παρά πάντα άλλον να ακολουθή της φαντασίας του τας ιδιοτροπίας. Το εξ οπτής γης ειδώλιον, λέγει ο Μαρθά, δεν είνε ως το άγαλμα του Φειδίου ή του Πραξιτέλους, έργον πρωτότυπον, παρουσιάζον εν αρμονικόν σύνολον, του οποίου πάσα λειτουργία ουχί μόνον δεν είνε αδιάφορος, αλλά σντείνει εις την υπό του καλλιτέχνου επιζητουμένην έκφρασιν. Το ειδώλιον εξελθόν του τυπωτηρίου δύναται να επιδιορθωθή, να αναψηλαφηθήμ να τροποποιηθή και δοθή εις αυτί τοιούτος χαρακτήρ αρέσκον εις τον κοροπλάστην. Είνε ανάγκη να σκεπασθή η κεφαλή οπλίτου τινός; Θέτει επί της κεφαλής του τον προχειρότερον πίλον, έστω ούτος και ο πτεροφόρος πίλος του Ερμού. Άλλος θέλων να παραστήση σκηνήν εν αρτοποιείω, ζητεί να τοποθετήση πέριξ του κλιβάνου και του ζυμωτηρίου διάφορα πρόσωπα. Η χείρ του άπαντα ειδώλια προωρισμένα διά παράτασιν θεοτήτων, τα οποία φέρουσι κεκρυφάλους συμβολικούς εκ κοσμημάτων και περιδέραια΄ τα προσαρμόζει, και ιδού αρτοποιείον κατοικούμενον υπό θεαινών. Η τέχνη λοιπόν των κοροπλαστών ανεπτύχθη εν Τανάγρα με τον μάλλον ανεξάρτητον τύπον. Δυνάμεθα να εικάσωμεν κατά ποίαν εποχήν ήκμασαν; Κατά τον κύριον Rayet, ως βέβαιον δύναται να θεωρηθή ότι πάσα αύτη η πληθύς των ειδωλίων είδε το φως εντός σχετικώς βραχέος χρονικού διαστήματος, ο χρόνος δ΄ούτος είνε ο 4ος πρό Χριστού αιών, η εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η ανάπτυξις της τέχνης των κοροπλαστών συμπίπτει μετά της αλλοκότου παραφθοράς της παραδόσεως. Κατά την εποχήν ταύτην της λαμπράς αναπτύξεως του σκεπτικισμού και των ολίγον αυστηρών ηθών, το θρησκευτικόν αίσθημα ημβλύνθη, η πίστις δεν έχει πλέον ούτε την έντασιν, ο΄τε την ακρίβειαν των πρωχημένων χρόνων, κατά τους οποίους δεν κατειργάζοντο ειμή τα χονδροειδή αγαλματίδια, τα οποία πας αρχαιολόγος αναγνωρίζει ως θεότητας προστατρίας του νεκρού. Αν βραδύτερον από καιρού εις καιρόν ανευρίσκωνται εις τους τάφους τινά των αρχαϊκών αυτών αγαλματιδίων, ουδόλως πρέπει να εκπλητώμεθα διά τούτο. Εν τούτοις δεν είνε αβέβαιον ότι ούτοι δεν εζητούντο πλέον κατά τον τέταρτον αιώνα. ΄Ότι ζητείται κατά την εποχήν ταύτην , ότι θέλγει είνε έργα των Ταναγραίων,, είνε κίνησις, είνε η ζωή καθ΄όλας τας εκδηλώσεις της. Τα αρχαία αγαλματίδια ήσαν ακίνητα, απαθή, ενώ τα αγαλματίδια του 4ου αιώνος, υπό την δεξιάν χείρα του κατασκευαστού, εισίν έμψυχα, ζωηρά. Αι εικόνες εκείναι των ζώντψν, αι σκηναί εκείναι της ζωής, εισί προωρισμέναι διά τον θανόντα. Θα έχη τους εταίρους του, θα έχη σχεδόν προ οφθαλμών τινάς εκ των σκηνών, ων υπήρξε μάρτυς, εν τη λαμπρά και πλουσία Τανάγρα, εξ ης τόσας ηδείας αναμνήσεις απέφερον.
Εκ τούτων ευλαβών ιδεών ωρμώντο οι καταθέτοντες τα αγαλματίδια εν τοις τάφοις, ούτος ήτο ο λόγος των προσφορών.

2 σχόλια:

sak είπε...

Δε μας είπατε στο ρόλο των σημερινών δημάρχων ποιον να αντικαταστήσουμε;

Ανώνυμος είπε...

mesothelioma support and information!
[url=http://www.mesothelioma-support.org/]mesothelioma settlement[/url]